Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Οι Παραλίες της Γάζας

cynical


Όσο θα καλοκαιριάζει, τόσο και θα πυκνώνουν τα αδέσποτα e-mails, άλλα με τις πιο εξωτικές, άλλα με τις 10 καλύτερες παραλίες του κόσμου, άλλα με τις 10 καλύτερες παραλίες της Ελλάδας και πάει λέγοντας. Καλό υποτίθεται παραμύθιασμα ανάμεσα στις άχαρες ώρες της δουλειάς. Και λέω υποτίθεται, γιατί πώς να σου κάνει πια εντύπωση ένα πολυφορεμένο ρούχο, όσο καλό και να ‘τανε στα νιάτα του. Μια ιλουστρασιόν φωτογραφία φαινομενικά άμεμπτης παραλίας, παρμένη από την πλέον κατάλληλη γωνία, δεν εντυπωσιάζει πλέον περισσότερο απ’ ότι η καλοστημένη φωτογραφία μιας καλοβαλμένης οικογένειας των αμερικάνικων προαστίων, με τη λυγερόκορμη λαμπερή μαμά, τον δυναμικό πατέρα με τα κάτασπρα δόντια και το θεληματικό πηγούνι και τα δυο μπάσταρδα, αγόρι το ένα, κορίτσι το άλλο με κορδέλα στα μαλλιά, κατά προτίμηση.

Νησιώτικη χώρα είμαστε, χορτάσαμε πια κι από καλές παραλίες, κι από καλές πόζες. Αλλά και όσοι ακόμα θα ήθελαν να ονειρεύονται τουριστικούς οδηγούς, από φέτος κομμένα. Οι μόνες παραλίες που μας πρέπουν είναι αυτές της εγκατάλειψης: οι παρηκμασμένες λουτροπόλεις που σιώπησαν, τα ξενοδοχεία των πάλαι ποτέ θαλερών θερέτρων που ξέφτισαν, με τις αυλές που χορτάριασαν και γέμισαν μπάζα και παλιοσίδερα. Οι παιδικές χαρές που σκούριασαν, οι παραθαλάσσιες ντουζιέρες που στέρεψαν και σάπισαν, οι κουρτίνες που κρέμασαν και γίνηκαν κουρέλια, οι καμπίνες με τους σπασμένους καθρέφτες που γκρέμισαν, οι ανάπηρες σκόρπιες καρέκλες που τις έφαγαν τα κύματα και η αλμύρα, οι πέτρες που πρασίνισαν, η άμμος που έγινε χώμα, και τα νερά που έθρεψαν φύκια και σκουπίδια. Μόνο κάτι σκυλιά παρέμειναν να βρίσκουν καταφύγιο στα άδεια ρημαγμένα δωμάτια και στις αναποδογυρισμένες βάρκες.


Η θάλασσα ήταν ανέκαθεν ο δρόμος της διαφυγής και της ελευθερίας. Είτε φωτιά ερχόταν από πίσω, είτε μαχαίρι, είτε φτώχια, ο κόσμος τα παρατούσε όλα σύξυλα και τράβαγε για το νερό. Με ό,τι μέσο έβρισκε μπροστά του ανοιγόταν στο πέλαγος βάζοντας πλώρη για τη σωτηρία. Και όσοι δεν τα κατάφερναν και έμεναν πίσω, έμπηγαν τις καρέκλες στην άμμο και γύριζαν την πλάτη στα ερείπια, προσπαθώντας να βρουν παρηγοριά στο αγνάντι και στο σύρσιμο των κυμάτων. Μα κυρίως στο καράβι, που ενώ αχνοφαινόταν στον ορίζοντα, κάτι μπορεί να τύχαινε που θα τού άλλαζε τη ρότα προς τα μέρη τους για να τους πάρει.

Θυμάμαι που ρώταγα τους γονείς μου πώς ήταν οι παραλίες στον πόλεμο. Αν πήγαιναν για μπάνιο, αν τους επέτρεπαν οι γερμανοί να κολυμπούν, αν φοβόντουσαν τις νάρκες, αν έπαιζαν το ίδιο ξέγνοιαστα με πριν στην αμμουδιά, αν έκαναν ηλιοθεραπεία. Μετά τους ρώταγα πώς ήταν οι θάλασσες στο Λίβανο με τον εμφύλιο. Αν ήταν το ίδιο γαλαζοπράσινες όπως και πριν, αν συνέχιζαν να υπάρχουν ομπρέλες στις παραλίες, αν έτρωγαν παγωτά, αν τα παιδιά στην παραλία φώναζαν και τσίριζαν από χαρά, αν αφήνονταν για λίγο χαλαροί στα χάδια του νερού, αν, αν, αν…

Η Σερβία, το Κόσσοβο, η Βοσνία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν δεν έχουν θάλασσες, και έτσι δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσω. Η Γάζα όμως έχει θάλασσα, γαλαζοπράσινη κι αυτή όπως και σ’ όλη τη Μεσόγειο. Έχει διάφανα νερά, είχε, όχι πια, και μια παραλία μέχρις εκεί που παίρνει το μάτι, 40 χιλιόμετρα, όλο άμμο ψιλή, δίχως όμως βάρκες, δίχως λιμάνια, κανείς δεν επιτρέπεται να μπει, κανείς δεν επιτρέπεται να βγει από κει μέσα.

Πώς ήτανε η Γάζα πριν τον πόλεμο; Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί. Κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να μου διηγηθεί για κάποια μεγάλα ξενοδοχεία που ήταν χτισμένα πάνω στο χείλος του νερού, για κάποιες ορχήστρες που έπαιζαν τα βράδια στις ανοιχτές ταράτσες, όπως γινότανε παλιά στα ξενοδοχεία του Λιβάνου, κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί κάποια προκυμαία με ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια αραδιασμένα κατά μήκος της. Κανείς δεν μπορεί να τα θυμηθεί, γιατί απλά δεν υπήρξαν ποτέ.

Κάνουνε σήμερα μπάνιο στη Γάζα; Έχει ζωή η παραλία τα καλοκαίρια; Πάνε τα παιδιά να μαζέψουνε κοχύλια; Κάθονται οι γυναίκες να κουτσομπολέψουνε στο κύμα; Τρώνε τα παιδιά παγωτά; Έχει ομπρέλες; Έχει κιόσκια; Έχει καφενεία; Παίζουνε μπάλα τα αγόρια στην άμμο;


Ό,τι και να της κάνεις της ρημάδας της ζωής, όσο και να τηνε στριμώξεις, θα πάει απ’ εδώ, θα πάει απ’ εκεί, θα βρει αυτή την έξοδο και θα τραβήξει το δρόμο της. Σαν το κλαράκι που βγαίνει μέσα απ’ το βράχο, σαν τα ζωάκια που βγαίνουν σιγά σιγά απ’ τα λαγούμια τους, όταν παίρνει και δροσίζει, ένας ολόκληρος κόσμος, κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες αφήνουν τα δικά τους λαγούμια και παίρνουν και κατηφορίζουν προς το νερό, να ξανασάνουν, να αγναντέψουν, να εξαγνιστούν. Βρε, και στο νερό βουτάνε, και μπάλα παίζουνε στο κύμα, και καφέδες πίνουνε και παγωτά τρώνε και πρόχειρες καλύβες για καφενεία φτιάχνουνε, και ψάρια πιάνουν και τα ψήνουν και παιδικές χαρές στήνουν οι ξένες αποστολές για τα παιδιά.

Και όλα είναι όμορφα και ειρηνικά και ανθρώπινα, μόνο φτάνει να κοιτάς στο πέλαγος και να έχεις την πλάτη πάντα γυρισμένη προς τη στεριά.

Υ.Γ. Αφιερωμένο στους surfers της Γάζας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου