Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Φασισμός, μεγάλο κεφάλαιο και εργατική τάξη (1ο μερος)

 (Ενα πολύ καλό αφιέρωμα στο φασισμό που αξίζει να διαβαστεί Λόγω του μεγέθους του θα το δημοσιεύσουμε σε συνεχειες)


Δημοσιεύτκε στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη, τ. 5, Απρίλιος – Μάιος 2012


της Ελένης Αστερίου

Ήδη τη δεκαετία του 1980 η ιστοριογραφική σκηνή για το θέμα του φασισμού είχε αρχίσει να αλλάζει ριζικά και ο φασισμός άρχισε να εξαφανίζεται από τον λόγο των ακαδημαϊκών ιστορικών. Οι ανατροπές στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη μετά το 1989 επέτειναν αυτή την αλλαγή. Οικείες έννοιες και ζητήματα κυριολεκτικά εκτοπίστηκαν, η ταξική θεωρία υποχώρησε, ο μεταμοντερνισμός έφθασε στο απόγειό του στον ακαδημαϊκό λόγο.
Στη δεκαετία του 1980 ο συντηρητικός Γερμανός ιστορικός Ερνστ Νόλτε προκάλεσε τη λεγόμενη διαμάχη των ιστορικών με τις θέσεις του για τον ναζισμό και την Τελική Λύση. Ο Νόλτε είναι διαβόητος για τη θέση του ότι η εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ήταν αμυντική ενέργεια εναντίον της απειλής του κομμουνισμού και των εβραίων και ότι το Ολοκαύτωμα ή, όπως το θέτει ο ίδιος, «η λεγόμενη εξόντωση των εβραίων» ήταν αντίδραση ή ακόμη και μίμηση των υπερβολών της σοβιετικής ταξικής πάλης. Ο Νόλτε κατηγορήθηκε τότε ότι σχετικοποιούσε και ακόμη εξανθρώπιζε τον ναζισμό και τα εγκλήματά του μέσα από αυτή τη σύγκριση. Σε αυτό ο Νόλτε απαντούσε ότι μέσα από τη σύγκριση με παρόμοια μαζικά εγκλήματα του αιώνα θέλει να σταματήσει «τη δαιμονοποίηση του Τρίτου Ράιχ» και να απελευθερώσει τους Γερμανούς από την «παθολογική κατάστασή» τους να ζουν ακόμη στη σκιά του εθνικοσοσιαλισμού και έτσι να βοηθήσει τη Γερμανία, με καθαρή συνείδηση, «να ξαναγίνει πνευματικό ζωτικό έθνος».1
Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Η σχετικοποίηση του ναζισμού και του φασισμού δεν σοκάρει πια, αλλά αντίθετα έγινε δημόσιο δόγμα της «Ευρώπης» μέσα από την ταύτιση και την από κοινού καταδίκη του κομμουνισμού και του φασισμού. Ο «αναθεωρητισμός» στην ιστοριογραφία του φασισμού και του ναζισμού κυριαρχεί. Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ίρβινγκ, αρνητή του Ολοκαυτώματος, είναι ακραία αλλά ταυτοχρόνως και βολική στην ομόφωνη καταδίκη της. Όμως πλάι της ανθεί μια ολόκληρη ιστοριογραφία που εντάσσει το Ολοκαύτωμα στο γενικό πλαίσιο των γενοκτονιών του αιώνα μας, στην πραγματικότητα μορφή σχετικοποίησης τόσο της συστηματικής εξόντωσης των έξι εκατομμυρίων εβραίων της Ευρώπης όσο και του ίδιου του ναζιστικού εγκλήματος.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία για το θέμα έχει ένα κοινό: τη συστηματική προσπάθεια να αποταξικοποιηθεί το ζήτημα του φασισμού και του ναζισμού, να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό σύστημα που τον γέννησε, να παραμεριστεί το καίριο ζήτημα του ποια κοινωνική τάξη υπηρέτησε και εναντίον ποιας κοινωνικής τάξης στρεφόταν, η οποία υπήρξε και το κύριο θύμα της βίας και της κτηνωδίας του.

Το υπόβαθρο εμφάνισης του φασισμού
Η ίδια η κρίση του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση του και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είχαν οδηγήσει ήδη στο σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η Οκτωβριανή επανάσταση είχε θέσει στην ημερήσια διάταξη την προλεταριακή επανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η σταθεροποίηση του καπιταλισμού μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν μερική και ασταθής προμηνύοντας ακόμη βαθύτερη κρίση, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί με το κραχ του 1929 και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε· ακόμη μεγαλύτερη ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία θα οδηγούσε τελικά στην πρωτοφανή βαρβαρότητα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Σ’ αυτό το υπόβαθρο της γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού και της σύγκρουσης ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα κατά τον μεσοπόλεμο αναπτύχθηκε ο φασισμός ως ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιστορική ήττα της εργατικής τάξης από τον φασισμό σε μια σειρά χώρες άνοιξε τον δρόμο για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις φρικαλεότητές του.
Το κεφάλαιο προσέφυγε στη λύση του φασισμού ως αποφασιστικού όπλου εναντίον της απειλής την οποία αντιπροσώπευε το εργατικό κίνημα αλλά και ως λύση στα προβλήματα του ίδιου του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ως προσπάθεια να ξεπεράσει τον σιδερένιο κλοιό των ίδιων του των αντιφάσεων.

Στην Ευρώπη η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν η συνηθέστερη μορφή πολιτικού καθεστώτος της αστικής τάξης. Είναι αλήθεια ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με κοινοβουλευτικό καθεστώς ενισχύονταν οι τάσεις προς το «ισχυρό κράτος» τόσο για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χρόνιας κρίσης που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο μέσα από τη στήριξη του κράτους όσο και για να κτυπηθούν οι εργατικοί αγώνες. Σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ιταλία και στη Γερμανία, οι οποίες ανήλθαν καθυστερημένα στη σκηνή του ιμπεριαλισμού και αντιμετώπιζαν μια κατάσταση στην οποία οι καλύτερες θέσεις ήταν κατειλημμένες από άλλους ιμπεριαλισμούς, η ανάγκη ισχυρού κράτους με τη μορφή του φασισμού τέθηκε επιτακτικά. Για να ξαναμπεί σε κίνηση ο μηχανισμός του καπιταλιστικού κέρδους, η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της έπρεπε να συντριβούν και να δεθούν χειροπόδαρα, να καταλυθούν ο κοινοβουλευτισμός και κάθε δημοκρατική ελευθερία που τον συνοδεύει.

Η μικροαστική αντεπανάσταση
Όπως γράφει ο Τρότσκι στο Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία (26 Σεπτεμβρίου 1930): «Για να μπορέσει η κοινωνική κρίση να καταλήξει στην προλεταριακή αντεπανάσταση είναι απαραίτητο, εκτός από τις άλλες συνθήκες, οι μικροαστικές τάξεις να κλίνουν αποφασιστικά στην πλευρά του προλεταριάτου. Αυτό επιτρέπει στο προλεταριάτο να μπει επικεφαλής του έθνους και να το διευθύνει.»2
Η μικροαστική τάξη, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού και των μονοπωλίων υπονόμευε τις συνθήκες της ύπαρξής της, πτωχευμένη από την κρίση και σε απόγνωση, αποτέλεσε την πρώτη ύλη των φασιστικών κινημάτων. Η πολιτική τέχνη του φασισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να συνενώσει τα ετερόκλιτα στοιχεία των ενδιάμεσων στρωμάτων σε μια κοινή εχθρότητα ενάντια στην εργατική τάξη. «Ανίσχυρη μπροστά στο κεφάλαιο, η μικρομπουρζουαζία ελπίζει με την καταστροφή των εργατών να ξανακερδίσει πάλι μια κοινωνική αξιοπρέπεια.»3
Η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα έχουν κοινά αλλά όχι ταυτόσημα συμφέροντα απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Σε περιόδους βαθιάς κρίσης όλου του κοινωνικού συστήματος το προλεταριάτο μπορεί να κερδίσει τα μεσαία στρώματα όχι απαρνούμενο το σοσιαλιστικό πρόγραμμά του, αλλά πείθοντάς τα για την ικανότητά του να οδηγήσει την κοινωνία σε έναν νέο δρόμο.
Αυτός ο συνδυασμός της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της αδυναμίας των εργατικών οργανώσεων αποτέλεσε το έδαφος στο οποίο ενδιάμεσα στρώματα, βαθιά δυσαρεστημένα από την υλική και ηθική κατάστασή τους και προσβλέποντας σε ριζική αλλαγή, στράφηκαν στον φασισμό, ως έκφραση της αντεπαναστατικής απελπισίας τους.
«Στο παρελθόν έχουμε παρατηρήσει (Ιταλία, Γερμανία) μιαν απότομη ενίσχυση του φασισμού, νικηφόρου ή τουλάχιστον απειλητικού, ύστερ’ από μιαν εξαντλημένη ή αποτυχημένη επαναστατική κατάσταση, στο τέλος μιας επαναστατικής κρίσης στη διάρκεια της οποίας η προλεταριακή πρωτοπορία φανέρωσε την ανικανότητά της να μπει επικεφαλής του έθνους για να αλλάξει την τύχη όλων των τάξεων, μαζί και της μικρομπουρζουαζίας. Ακριβώς αυτό επέτρεψε στο φασισμό στην Ιταλία να αποκτήσει τεράστια δύναμη. Μα σήμερα στη Γερμανία δεν έχουμε το τέλος μιας επαναστατικής κατάστασης, αλλά τον ερχομό της. (…) Το γεγονός ότι [ο φασισμός] είχε τη δυνατότητα να καταλάβει μια τόσο ισχυρή βάση αφετηρίας στις παραμονές μιας επαναστατικής περιόδου και όχι στο τέρμα της – αυτό αποτελεί όχι το ασθενικό σημείο του φασισμού, αλλά το ασθενικό σημείο του κομμουνισμού.»4
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη του μεσοπολέμου επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο την κρίση της Κλάρας Τσέτκιν το 1923: «Ο φασισμός είναι η τιμωρία που κτυπά το προλεταριάτο, επειδή δεν συνέχισε την επανάσταση που άρχισε στη Ρωσία.»

Ποιοι στήριξαν τον Μουσολίνι
Αρχικά το κεφάλαιο χρησιμοποίησε τις φασιστικές συμμορίες ως ένοπλες ομάδες ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία η βία των φασιστικών συμμοριών ασκούνταν με την ανοχή, την κάλυψη και τη στήριξη της αστυνομίας και του στρατού.
Ακόμη και πριν από την άνοδο των φασιστών στην εξουσία η ανάπτυξη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι και του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ θα ήταν αδύνατες χωρίς την οικονομική στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Ιταλών φασιστών.
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή της αστυνομίας προς το υπουργείο Εσωτερικών στις 4 Ιουνίου 1919 για τα Fasci di combattimento του Μουσολίνι ανέφερε μεταξύ των πηγών χρηματοδότησής τους την εταιρεία Pirelli και την Ansaldo, εταιρεία πυρομαχικών.
Μεταξύ των σημαντικών χρηματοδοτών του Μουσολίνι περιλαμβάνονταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι της Fiat, ο οποίος έγινε γερουσιαστής λίγο μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και του οποίου τη συμβολή στην άνοδο του φασισμού αναγνώρισε δημοσίως ο Ντούτσε.
Η διαδικασία με την οποία η στήριξη της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κατεστημένου στις φασιστικές ομάδες του Μουσολίνι ως συμμορίες εναντίον του εργατικού κινήματος μετατράπηκε σε ανάθεση της πολιτικής εξουσίας στον φασισμό υπήρξε πολύ πιο σύντομη από την αντίστοιχη στη Γερμανία. Aς υπενθυμίσουμε ότι η διαδικασία ανόδου του φασισμού στην εξουσία συντελείται στο έδαφος της ατελέσφορης επαναστατικής κινητοποίησης του ιταλικού προλεταριάτου το 1920.
Τον Μάιο του 1921 ο πρωθυπουργός Τζολίτι διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές. Περιέλαβε τους φασίστες στα ψηφοδέλτια του κυβερνητικού εκλογικού συνασπισμού («Εθνικό Μπλοκ»). Έτσι οι φασίστες εκπροσωπούνταν πλέον στη βουλή με 38 βουλευτές, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Μουσολίνι. Η προεκλογική εκστρατεία του Μουσολίνι, που συνοδευόταν από όργιο βίας και δολοφονιών, είχε την οικονομική στήριξη της Confindustria, της ένωσης των βιομηχάνων, η οποία είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο. Από την πλευρά της η Ένωση Τραπεζών ενίσχυσε το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι με 20 εκατομμύρια λιρέτες.
Το ειδύλλιο ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους φασίστες του Μουσολίνι ήταν αμοιβαίο. Στις 14 Ιανουαρίου 1921 η εφημερίδα του Μουσολίνι Popolo d’Italia διακήρυσσε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν μόλις στην αρχή της ιστορίας του.
Τον Νοέμβριο του 1921 στη Ρώμη το φασιστικό κίνημα γινόταν κόμμα στο ιδρυτικό συνέδριο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Το συνέδριο καλούσε για ένα ισχυρό ιταλικό κράτος και υιοθετούσε τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. «Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος ήταν υπέρ της παραγωγικότητας και του “οικονομικού φιλελευθερισμού”, σε αντίθεση με την ταξικότητα και τον κολεκτιβισμό.»5
Τα ερείσματα των φασιστών μέσα στον στρατό ενισχύονταν συνεχώς. «Στις 7 Οκτωβρίου [1922] δύο ανώτατοι στρατηγοί ενημέρωσαν τον Βίκτωρα Εμμανουήλ τον ΙΙΙ ότι ο στρατός διέκειτο μάλλον φιλικά προς το φασισμό. (…) Ο νέος Πάπας, ο Πίος ΧΙ, που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1922, υιοθέτησε μια παρόμοια ευνοϊκή στάση, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου αναρτούσε φασιστικές σημαίες στον καθεδρικό ναό.» Ο ιός του φασισμού εξαπλωνόταν και στα αστικά κόμματα. Ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος, Αντόνιο Σαλάντρα, «δήλωνε πολύ ευτυχής να αποκαλείται “Επίτιμος φασίστας”».6
Ήδη από το 1922 ο Μουσολίνι είχε αρχίσει τις επαφές με το Βατικανό, που αργότερα θα κατέληγαν στο κονκορδάτο του φασιστικού καθεστώτος με την Καθολική Εκκλησία. Τον Σεπτέμβριο του 1922 σε ομιλία του στο Ούντινε, εγκαταλείποντας την προγενέστερη ρητορική του υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο Μουσολίνι δήλωνε τη συμπάθειά του για τη μοναρχία.7
Με τη στήριξη των βιομηχάνων και των τραπεζιτών, του στρατού και της αστυνομίας, της μοναρχίας και του Βατικανού ο δρόμος για την άνοδο των φασιστών στην εξουσία ήταν ανοιχτός. Μετά από πρόσκληση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου 1922 ο Μουσολίνι έφθανε με τρένο στη Ρώμη το πρωί της 30ης Οκτωβρίου και οριζόταν πρωθυπουργός. Η διαβόητη πορεία στη Ρώμη των μελανοχιτώνων του θα έφθανε μετά το γεγονός και θα παρήλαυνε για τη νίκη του φασισμού την επόμενη ημέρα, μια νίκη αδύνατη χωρίς τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου και του αστικού πολιτικού κατεστημένου. Σχηματίζοντας την κυβέρνησή του ο Μουσολίνι θα έδινε το υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου στον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία Τεόφιλο Ρόσι. Σύντομα θα ακολουθούσαν η διάλυση του κοινοβουλίου στις 3 Ιανουαρίου του 1925, η απαγόρευση όλων των κομμάτων, η κατάργηση όλων των ελευθεριών και η επιβολή της ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου