Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Φασισμός, μεγάλο κεφάλαιο και εργατική τάξη(4o τελευταίο μέρος))


 
της Ελένης Αστερίου

Ναζιστική εξουσία: δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου
Η κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η καταστροφή των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, η τρομοκρατία της ναζιστικής εξουσίας εξασφάλισαν μια «ειρήνευση» των μαζών που δεν υπήρχε στη Γερμανία από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης τον δέκατο ένατο αιώνα. Ήταν το ιδανικό περιβάλλον για την άνθηση των Γερμανών καπιταλιστών.
Ο Χίτλερ, που τον ανέβασαν στην εξουσία οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι τραπεζίτες, ήταν ξεκάθαρος στην ομιλία του στο Ράιχσταγκ τον Μάρτιο του 1933 επιβάλλοντας τη ναζιστική δικτατορία: «Είναι αρχή της κυβέρνησης όσον αφορά τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων
του γερμανικού λαού: δεν θα ασκήσουμε κρατικοποιημένη και γραφειοκρατική οικονομία, θα ενθαρρύνουμε στο μέγιστο την ιδιωτική πρωτοβουλία και αναγνωρίζουμε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας.»
Καθησυχάζοντας τους βιομηχάνους, oι οποίοι παραπονιούνται για τη στάση εκείνων των στοιχείων των ναζιστικών οργανώσεων που είχαν πάρει στα σοβαρά την «αντιπλουτοκρατική» δημαγωγία του ναζισμού, ο Χίτλερ διευκρινίζει στις 6 Ιουλίου 1933 σε συγκέντρωση Reichsstatthalter (επιτρόπων του Ράιχ) και ηγετών των SA: «Είμαι αντίθετος στο να αντικαταστήσουμε καλούς ηγέτες της οικονομίας με εθνικοσοσιαλιστές που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από οικονομικά προβλήματα.»44 Διάταγμα του υπουργού Εσωτερικών Φρικ στις 11 Ιουλίου 1933 υπογράμμιζε την αναγκαιότητα σεβασμού της κρατικής εξουσίας και προειδοποιούσε εναντίον της παρέμβασης ανεύθυνων στοιχείων στην οικονομία.
Από το 1933 και μετά τα κέρδη των βιομηχάνων αυξάνονται ταχέως.
Το παρακάτω διάγραμμα της εξέλιξης της απόδοσης του κεφαλαίου (της σχέσης μεταξύ των κερδών και του κεφαλαίου) στη γερμανική βιομηχανία την περίοδο 1925-1941 δείχνει πόσο ευνόησε το ναζιστικό καθεστώς το κεφάλαιο.


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ TOOZE, ΣΕΛ. 109
Πηγή: Adam Τooze, The Wages of Destruction, σ. 109.

Αυτή η άνοδος των κερδών βοήθησε αρχικά τους βιομηχάνους να ξεπεράσουν τις ζημιές τις οποίες είχαν υποστεί λόγω της κρίσης και στη συνέχεια χρηματοδότησε μια «εξαιρετική άνθηση των επενδύσεων, τέτοια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στην ιστορία της η γερμανική βιομηχανία. (…) η γερμανική βιομηχανία συνέχισε να ασκεί εξουσία στο Τρίτο Ράιχ.»45
Η τάξη των καπιταλιστών διατηρεί την αυτονομία της υπό το ναζιστικό καθεστώς. Σύμφωνα με νόμο της 27ης Νοεμβρίου 1934 όλες οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε έξι εθνικές ομάδες (Reichsgruppen): βιομηχανία, βιοτεχνία, εμπόριο, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ενέργεια. Επικεφαλής των έξι ομάδων είναι πάντα ένας μεγάλος εργοδότης. Η διεύθυνση της Reichsgruppe Industrie ανατίθεται στον Κρουπ, κατόπιν στον Τένγκελμαν του κοντσέρν Flick, στη συνέχεια στον βιομήχανο Βίλχελμ Ζάνγκεν. Αναλαμβάνοντας αυτή τη θέση το 1938 ο Ζάνγκεν δηλώνει ενώπιον του υπουργού Φουνκ ότι «η αρχή της αυτονομίας της οικονομίας διατηρείται… γεγονός που διαφοροποιεί μια ιδιωτική οικονομία καθοδηγούμενη από το κράτος από μια κρατική οικονομία. Η οικονομία θα αναπτύξει ελεύθερα τη μεγαλύτερη πρωτοβουλία στο πλαίσιο των καθηκόντων που ορίζει το κράτος και όλο το έθνος θα έχει το μεγαλύτερο κέρδος.»46 Βέβαια όπου οικονομία και έθνος διάβαζε τάξη των καπιταλιστών.
Το 1932 το κράτος
είχε στηρίξει την ισχυρή εταιρεία Gelsenkirchen, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω της κρίσης, αγοράζοντας μετοχές της αξίας 125 εκατομμυρίων Reichsmark, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο των «Ενωμένων Χαλυβουργείων». Το χιτλερικό καθεστώς επιστρέφει το 1936 στα «Ενωμένα Χαλυβουργεία» το πακέτο των μετοχών που είχε στα χέρια του. Τον Μάρτιο του 1936 το κράτος δίνει την πλειοψηφία των μετοχών της ναυπηγικής εταιρείας Deutscher Schiff und Maschinenbau τις οποίες κατείχε σε ομάδα εμπόρων της Βρέμης, καθώς και μετοχές αξίας 8 εκατομμυρίων Reichsmark (σε σύνολο 10 εκατομμυρίων) της ναυτιλιακής εταιρείας Ηamburg Süd Amerika σε ένα κονσόρτσιουμ του Αμβούργου.
Το ίδιο συνέβη και στον τομέα των τραπεζών. Μετά το τραπεζικό κραχ το κράτος είχε αποκτήσει το 90% του κεφαλαίου της Dresdner Bank και της Danat (που είχαν συγχωνευτεί), το 70% του κεφαλαίου της Commerz- und Privatbank, το 35% της Deutsche Diskonto-Bank. Τον Δεκέμβριο του 1933 ο υπουργός Οικονομίας του Τρίτου Ράιχ ανακοινώνει ότι το κράτος προτίθεται να εγκαταλείψει τα σημαντικά μερίδια που κατέχει τα τελευταία δύο χρόνια στο κεφάλαιο ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Τον Μάρτιο του 1937 η Deutsche Diskonto-Bank αναγγέλλει ότι έχει ανακτήσει από το κράτος το σύνολο των μετοχών της και έχει ξαναγίνει εξ ολοκλήρου ιδιωτική τράπεζα. Τον Αύγουστο του 1937 η Commerz- und Privatbank αναγγέλλει ότι το μεγαλύτερο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της έχει επανέλθει στα χέρια ιδιωτών και λίγο αργότερα η Dresdner Bank αναγγέλλει ότι ξανάγινε εξ ολοκλήρου ιδιωτική.
Το κεφάλαιο ορεγόταν από παλιά τις δημοτικές επιχειρήσεις. Την ημέρα διορισμού του στο υπουργείο Οικονομίας ο Σαχτ αναγγέλλει ότι θα επιταχύνει τη διάλυση των δημοτικών επιχειρήσεων. Νόμος της 13ης Δεκεμβρίου καταργεί τον νόμο του 1919 για την «κοινωνικοποίηση» της παραγωγής ενέργειας με στόχο  η παραγωγή και η διανομή ενέργειας να περάσουν στα χέρια ιδιωτών.47
Το κράτος υποκαθιστά την ιδιωτική πρωτοβουλία μόνο στις περιπτώσεις δημιουργίας μη αποδοτικών επιχειρήσεων. Δίνει σε αυτές τις επιχειρήσεις, όπως και στην περίπτωση ανάλογων επιχειρήσεων στην Ιταλία, τη μορφή εταιρειών μικτής οικονομίας: το κράτος εγγυάται ένα ορισμένο μέρισμα στο επενδυμένο κεφάλαιο και το ίδιο επωμίζεται όλα τα ρίσκα. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτούνται οι Hermann Goering Reichswerke fur Erzbergbau und Eisenhütten για την εκμετάλλευση σιδηρομεταλλευμάτων χαμηλής απόδοσης. Το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος και οι ιδιώτες βιομήχανοι και τραπεζίτες διαχειρίζονται από κοινού αυτές τις ανώνυμες εταιρείες. Ας πάρουμε το παράδειγμα της σύνθεσης του συμβουλίου της μεγάλης εταιρείας Rheinmetall-Börsig που ενσωματώνεται στα Goering-Werke: ο Μ. Μ. Μπέρσιγκ, ο Καρλ Μπος (της IG Farben), ένας εκπρόσωπος της Deutsche Bank και ένας εκπρόσωπος της Dresner Bank, ένας εκπρόσωπος της παλιάς αριστοκρατίας, δύο εκπρόσωποι του κράτους, ένας εκπρόσωπος του στρατού, δύο εκπρόσωποι των Goering-Werke και ένας εκπρόσωπος του Reichskreditgesellschaft, ημιδημόσιου πιστωτικού ιδρύματος.
Ο νόμος του 1934 που περιορίζει σε 6% του κεφαλαίου τα μερίσματα που διανέμονται στους μετόχους ευνοεί την επανεπένδυση των κερδών στην επιχείρηση, δηλαδή την αυτοχρηματοδότηση. Το ποσό των κερδών που δεν διανεμήθηκαν στους μετόχους από 175 εκατομμύρια το 1932 ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια μάρκα το 1938.48 Έτσι περισσότερα κεφάλαια από τις τράπεζες και τα ταμιευτήρια είναι διαθέσιμα για χρήση από το κράτος. Εδώ ας σημειώσουμε ότι το κράτος στη ναζιστική Γερμανία δανείζεται από τις τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι ισχύει για τον κρατικό δανεισμό άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών εκείνη την εποχή.
Τα κεφάλαια που χρησιμοποιεί το κράτος τόσο για μεγάλα δημόσια έργα όσο και για την προετοιμασία της Γερμανίας για τον πόλεμο δίνουν τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη της γερμανικής βιομηχανίας.

Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου
Η οργάνωση της ναζιστικής οικονομίας επιταχύνει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Από το 1933 έως το 1937 ο αριθμός των επιχειρήσεων μειώνεται κατά 9%, αλλά το μέσο κεφάλαιο των ανώνυμων εταιρειών ανέρχεται από 2,3 εκατομμύρια το 1933, σε 3,8 εκατομμύρια το 1939 και σε 5,5 εκατομμύρια το 1943. Το 1939 εκατόν ενενήντα πέντε εταιρείες έχουν μετοχικό κεφάλαιο 20 και άνω εκατομμυρίων μάρκων (έναντι 174 το 1933) και αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 58% του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου του Τρίτου Ράιχ. Από το 1933 έως το 1939 ο αριθμός των επιχειρήσεων που απασχολούν πάνω από 50 εργαζομένους διπλασιάζεται. Οι επιχειρήσεις με πάνω από 50 εργαζομένους απασχολούσαν το 47% του εργατικού δυναμικού το 1925, το 1939 απασχολούσαν το 80% του εργατικού δυναμικού.
Nόμος του 1937 για τις ανώνυμες εταιρείες επιβάλλει ελάχιστο κεφάλαιο 500.000 μάρκων για κάθε νέα εταιρεία. Οι μικρές ανώνυμες εταιρείες (με κεφάλαιο κάτω των 100.000 μάρκων) τείνουν να εξαφανιστούν. Ο αριθμός τους μειώνεται από 2.720 το 1933 σε 328 το 1942. Την ίδια περίοδο ο αριθμός των εταιρειών με κεφάλαιο μεταξύ 100.000 και 500.000 μάρκων μειώνεται από 3.340 σε 1.515.
Ενώ οι μισθοί παγώνουν, οι τιμές ανεβαίνουν. Διάταγμα της 26ης Νοεμβρίου 1936 παγώνει τις τιμές, αλλά στην πράξη η αύξησή τους συνεχίζεται. Όμως οι τιμές χοντρικής πώλησης καθορίζονται στη βάση συζήτησης με το καρτέλ του κλάδου. Περιορίζεται κυρίως το κέρδος των μικρεμπόρων, των βιοτεχνών, του μικρού επιχειρηματία.49
Παρά τη δημαγωγία των ναζιστών πριν από την άνοδό τους στην εξουσία κατά των μεγάλων πολυκαταστημάτων (Karstadt, Tietz), το ναζιστικό καθεστώς όχι μόνο δεν παίρνει κανένα μέτρο εναντίον τους, αλλά αντίθετα τα ενισχύει με εκατομμύρια. Oι μικρέμποροι συντρίβονται ανάμεσα στην άνοδο των τιμών χοντρικής πώλησης και το μπλοκάρισμα των τιμών λιανικής πώλησης μη αντέχοντας τον ανταγωνισμό των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Χιλιάδες μικρά καταστήματα κλείνουν.
Αντεπαναστατικό κίνημα των μικροαστικών στρωμάτων, τα οποία συσπειρώνει στη βάση μιας αντιπλουτοκρατικής δημαγωγίας και της εχθρότητας εναντίον της εργατικής τάξης, ο ναζισμός στην εξουσία, όπως και ο φασισμός στην Ιταλία, ασκεί μια πολιτική που ενισχύει το μεγάλο κεφάλαιο εις βάρος των πιο αδυνάμων επιχειρηματιών και των μικροαστικών στρωμάτων.

NSBO, Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο και εργοδοσία
Ο Σαρλ Μπετελέμ σημειώνει στο έργο του L’ économie allemande sous le nazisme (H γερμανική οικονομία υπό τον ναζισμό): «Το γεγονός ότι μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης, επέκτασης της απασχόλησης, ανόδου του κόστους ζωής και αύξησης των κερδών δεν συνοδεύτηκε από καμιά άνοδο των μισθών είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της μισθωτής εργασίας. Αυτό το γεγονός κατέστη εφικτό μετά τη διάλυση των εργατικών οργανώσεων.»
Πράγματι το ναζιστικό καθεστώς καταστρέφοντας τις εργατικές οργανώσεις και επιβάλλοντας την τρομοκρατία του παραδίδει τους εργαζομένους δεμένους χειροπόδαρα στο κεφάλαιο.
Και οι ναζιστικές οργανώσεις για τον έλεγχο της εργατικής τάξης υφίστανται εκκαθάριση από τα πληβειακά στοιχεία που έχουν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική δημαγωγία. Το 1928 ο Ράινχολντ Μούσοβ, ναζιστής εργατικής προέλευσης, είχε ιδρύσει την Οργάνωση Εθνικοσοσιαλιστικών Επιχειρησιακών Πυρήνων (ΝSBO). Η επιτυχία τους, όσο υπάρχουν εργατικά συνδικάτα, είναι πολύ περιορισμένη. Ακόμη και τον Μάρτιο του 1933 με τον Χίτλερ στην εξουσία κερδίζουν μόλις το 3% σε εκλογές για εργοστασιακά συμβούλια.
Την επαύριον της Πρωτομαγιάς του 1933 οι εθνικοί ηγέτες της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας ADGB συλλαμβάνονται. Ομάδες των SA σε όλη τη Γερμανία επιτίθενται στα γραφεία των συνδικάτων, βασανίζουν και σκοτώνουν συνδικαλιστές.
Η περιουσία των συνδικάτων μεταβιβάζεται στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο (DAF), που ιδρύεται στις 10 Μαΐου υπό την ηγεσία του Λέυ. Στις 16 Μαΐου καταργείται το δικαίωμα της απεργίας και στις 19 Μαΐου το δικαίωμα των συλλογικών συμβάσεων. Το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο επιφορτίζεται με την «πλύση εγκεφάλου» και τον αστυνομικό έλεγχο των εργατών.
Προς μεγάλη απογοήτευσή της δεν είναι η ΝSBO που διαδέχεται τα εργατικά συνδικάτα αλλά το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο. Τα μέλη της ΝSBO δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο προνόμιο έναντι των άλλων μελών του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Επιπλέον η ΝSBO χάνει την οικονομική αυτονομία της και ο προϋπολογισμός της υπάγεται στο ταμείο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου.
Οι εργοδότες αντιδρούν στην όποια παρέμβαση της ΝSBO στις υποθέσεις τους. Στις 22 και στις 25 Ιουνίου 1934 απαγορεύεται στην ΝSBO να συγκεντρώνει συνδρομές και να οργανώνει δημόσιες συγκεντρώσεις. Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών στις 30 Ιουνίου 1934 δεν σηματοδοτεί μόνο την οριστική ήττα των Ταγμάτων Εφόδου αλλά και της ΝSBO, της οποίας ο εθνικός ηγέτης εκτελείται.
Οι εργοδότες δεν ανέχονται καμιά δημαγωγία από την πλευρά του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Τον Ιούλιο του 1934 ορισμένοι μεγιστάνες της βιομηχανίας ζητούν από τον Χίτλερ να αποπέμψει τον Λέυ, «του οποίου η δημαγωγική ζύμωση συνεχίζει να αναστατώνει την οικονομία». Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ξεσπά σύγκρουση ανάμεσα στον Σαχτ και τον Λέυ. Ο Σαχτ δεν κρύβει την εχθρότητά του για «τις σοσιαλίζουσες τάσεις του Εργατικού Μετώπου». Το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο στερείται την καθημερινή εφημερίδα του Der Deutsche. To συνέδριο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου στη Λειψία (26-30 Μαρτίου 1935) είναι η οριστική ταφόπλακα της όποιας πληβειακής φασιστικής δημαγωγίας. Ο Σαχτ αναγγέλλει στο συνέδριο ότι στο εξής το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο θα είναι υπό τον άμεσο έλεγχο της εργοδοσίας: «Ένας εργοδότης θα οριστεί ως αναπληρωτής του ηγέτη κάθε οργάνου του Εργατικού Μετώπου.» Το Εργατικό Μέτωπο δεν θα μπορεί να ασκεί καμιά εποπτεία στην επιχείρηση χωρίς τη συναίνεση της εργοδοσίας.50
Η τάξη των καπιταλιστών έχει τον τελευταίο λόγο, για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά ότι κανένα πολιτικό καθεστώς δεν μπορεί να κυβερνά χωρίς τη στήριξη της τάξης η οποία κατέχει την οικονομική εξουσία. Η ναζιστική δικτατορία ήταν δικτατορία των αφεντικών.

O νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας του 1934
«Ο Χίτλερ είναι διάσημος για το ότι είπε πως δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να εθνικοποιήσει τις γερμανικές επιχειρήσεις, αν μπορούσε να εθνικοποιηθεί ο ίδιος ο πληθυσμός.»51
Η ανάλυση του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας (Αrbeitsordnungsgesetz ή AOG) φωτίζει τι σήμαινε η «εθνικοποίηση» του πληθυσμού υπό το ναζιστικό καθεστώς. Αυτός ο νόμος, που υιοθετείται τον Ιανουάριο του 1934, ήταν από τα πλέον αυστηρά νομοθετήματα του καθεστώτος και έφερε τη σφραγίδα της ναζιστικής ιδεολογίας.
Με βάση τον νόμο το κεντρικό στοιχείο της νέας τάξης πραγμάτων είναι η Βetriebsgemeinschaft (εργοστασιακή κοινότητα). Επικεφαλής του εργατικού δυναμικού είναι ο Betriebsführer (ο Φύρερ του εργοστασίου). Οι εργάτες, που αποκαλούνται Gefolgschaft (ακόλουθοι) είναι υποχρεωμένοι να ορκίζονται «πίστη και υπακοή» στον Betriebsführer, ο οποίος «λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό των ακολούθων για όλες τις υποθέσεις του εργοστασίου». Το έργο του Betriebsführer στηρίζει ένα Vertrauensrat (συμβούλιο εμπιστοσύνης), του οποίου καθήκον είναι να «βαθαίνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη εντός της εργοστασιακής κοινότητας». Αυτό το συμβούλιο «εκλέγεται» στη βάση ενός καταλόγου τον οποίο συντάσσει ο ηγέτης του εργοστασίου μαζί με τον εκπρόσωπο του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου. Το συμβούλιο δεν έχει καμιά αρμοδιότητα όταν απουσιάζει ο ηγέτης του εργοστασίου, δηλαδή ο νόμος του απαγορεύει να δρα ως εκπρόσωπος των εργατών. Από τον νόμο απουσιάζει σχεδόν κάθε αναφορά στο Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο.52
Αυτή η έμφαση του νόμου στον Betriebsführer εναρμονιζόταν με την έννοια της Unternehmertum (επιχειρηματική ηγεσία) που κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε γίνει της μόδας στους επιχειρηματικούς κύκλους ενάντια στη δύναμη των συνδικάτων, την εργατική νομοθεσία και τις θεσμοθετημένες κοινωνικές κατακτήσεις.
Όλη την περίοδο από το ξέσπασμα της κρίσης έως την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία οι ενώσεις των βιομηχάνων διεξάγουν πάλη εναντίον του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κατά βιομηχανικό κλάδο συλλογικών συμβάσεων. Αιχμή του δόρατος αυτής της επίθεσης είναι η απαίτηση για επιστροφή στον καθορισμό των μισθών στο επίπεδο της επιχείρησης.
Ο νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας, δίνοντας έμφαση στο ατομικό εργοστάσιο, ανταποκρίνεται σε αυτή την απαίτηση όλων των κλάδων της γερμανικής οικονομίας και αυτή την πλευρά της νέας ρύθμισης τονίζει ο υπουργός Οικονομικών του Ράιχ, Σμιτ, παρουσιάζοντας τον νόμο στην κυβέρνηση.
Το καθεστώς είχε παγώσει τους μισθούς και τα ημερομίσθια στο επίπεδο που ήταν το καλοκαίρι του 1933, επίπεδα πολύ κατώτερα από εκείνα του 1929. Ο νόμος για την οργάνωση της εθνικής εργασίας επέτρεπε στους καπιταλιστές να καθορίζουν στο επίπεδο της επιχείρησής τους όλη τη δομή των μισθών στη βάση των ήδη χαμηλών κατώτερων μισθών. Επιπλέον διάταγμα του Οκτωβρίου 1935 εξουσιοδοτούσε τους Επιτρόπους Εργασίας να μειώνουν ακόμη και τους κατώτερους μισθούς σε ειδικές συνθήκες. Ο θεσμός των Επιτρόπων Εργασίας (Τreuhänder der Arbeit) είχε καθιερωθεί με νόμο της 29ης Μαΐου 1933. Οι Επίτροποι Εργασίας ήταν κρατικοί υπάλληλοι υπό το υπουργείο Εργασίας και το καθήκον τους ήταν να διατηρούν την «εργασιακή ειρήνη» στους χώρους εργασίας. Στις περιπτώσεις παραβίασης από τους εργαζομένους αυτής της «ειρήνης», αυτό ήταν αρμοδιότητα της Γκεστάπο, των φυλακών, των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οι Επίτροποι Εργασίας έπρεπε να παρεμβαίνουν όσο το δυνατόν λιγότερο στις εσωτερικές υποθέσεις της βιομηχανικής κοινότητας, ενώ το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο δεν μπορούσε να παρεμβαίνει καθόλου.
Στόχος του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας ήταν να υποτάξει την εργατική τάξη σε πλήρη ανημποριά και να δώσει στην ηγεσία της επιχείρησης τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία για τον καθορισμό των εργασιακών συνθηκών και των μισθών στην επιχείρησή της. Υπέτασσε τους εξατομικευμένους εργάτες στην απόλυτη εξουσία του εργοδότη, εξουσία την οποία στήριζε η πανταχού παρούσα τρομοκρατία του ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Μάνσφελντ, από τους κύριους συντάκτες του νόμου για την οργάνωση της εθνικής εργασίας, σχολιάζοντας τον νόμο το 1941 έγραφε:
«… Η σχέση πίστης [Τreueverhältnis] ανάμεσα στον ηγέτη και στους ακολούθους… είναι το θεμέλιο της κοινής δραστηριότητάς τους. (…) Όμως η συμβατική σχέση με αμοιβαία και αλληλεξαρτώμενα δικαιώματα και καθήκοντα έχει εξαλειφθεί από τη σχέση ανάμεσα στον επιχειρηματία και στους ακολούθους του.»53
Το ιστορικό του Βέρνερ Μάνσφελντ και του στενού συνεργάτη του, Βόλφγκανγκ Πολ, είναι χαρακτηριστικό. Ο Μάνσφελντ υπήρξε μέλος των Freikorps, ήταν σύμβουλος της εργοδοτικής Ένωσης Ανθρακωρυχείων στο Έσσεν από το 1924 έως το 1933. Ειδικευόταν στο εργατικό δίκαιο και εκπροσωπούσε την Ένωση στις διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα. Ήταν διευθυντικό στέλεχος του υπουργείου Εργασίας από το 1933 έως το 1942. Ο Βόλφγκανγκ Πολ ήταν επίσης στέλεχος στο υπουργείο Εργασίας από τον Ιούλιο του 1933. Στο παρελθόν είχε εργαστεί στο τμήμα κοινωνικής πολιτικής της εταιρείας ΑEG και ως συντάκτης στην εφημερίδα Deutsche Allgemeine Zeitung.
Μέχρι το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος η κύρια πηγή ανησυχίας για τους κατόχους της εξουσίας, η μόνη απειλητική για το καθεστώς συλλογικότητα θεωρούνταν η εργατική τάξη, η οποία αντιμετωπιζόταν και αναλόγως.
Το 1945 μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας μιλώντας σε θέατρο του Μονάχου ο Γερμανός λογοτέχνης Ερνστ Βήχερτ, ο οποίος είχε πληρώσει την αντίστασή του στον ναζισμό με τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλτ, αναφερόμενος στο ότι εκείνοι που μαρτύρησαν για την αντίστασή τους στο ναζιστικό καθεστώς προέρχονταν κυρίως από τις γραμμές της εργατικής τάξης, έλεγε: «Για πολλές δεκαετίες ο Γερμανός εργάτης υπέστη πολυάριθμες ταπεινώσεις, την πείνα και τα βάσανα, αλλά ποτέ δεν σήκωσε ένα τόσο βαρύ φορτίο όσο αυτά τα δώδεκα χρόνια. Ποτέ δεν σήκωσε τέτοιο φορτίο με όλο και πιο ένδοξο τρόπο και κανένα χέρι από κάποιο σκοτεινό ή φωτεινό μέλλον δεν θα μπορέσει να σβήσει από το μέτωπο του Γερμανού εργάτη αυτή την αιώνια λάμψη.»54

Σημειώσεις
1. Ε. Νolte, Between Myth and Revisionism, στο Η. W. Koch (επιμ.), Aspects of the Third Reich, St. Martins, 1985, σσ. 17-38.
2. Στο Λέον Τρότσκι, Γερμανία: ο φασισμός και το εργατικό κίνημα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1978, σ. 12.
3. Λέον Τρότσκι, Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σ. 90.
4. Λέον Τρότσκι, Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σσ. 12-13.
5. Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, μετάφραση, Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1995, σ. 157.
6. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σ. 164.
7. Andrew Hale, Μussolini’s Supporters, στο The Observer supplement, Μάιος 1972.
8. Ε. Ludwig, Entretiens avec Mussolini, Παρίσι, 1932, παρατίθεται στο Daniel Guérin, Fascisme et grand capital, εκδόσεις Μaspero, Παρίσι, 1971, σ. 139.
9. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 141.
10. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σσ. 176, 179.
11. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 171.
12. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 173.
13. Corriere della sera, 29 Μαρτίου 1932, Lavoro Fascista, 25 Ιουλίου 1936, παρατίθενται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 185.
14. Α. Rocco, La Nouova Disciplina, παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 190.
15. Daniel Guérin, όπ.π., σ. 35.
16. Ian Kershaw, Xίτλερ 1889-1936, Ύβρις, μετάφραση Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις Scripta, Αθήνα, 2000, σ. 379.
17. Ian Kershaw, όπ.π., σ. 378.
18. Ian Kershaw, όπ.π., σ. 403.
19. Gilbert Badia, Histoire de l’Allemagne contemporaine, Éditions Sociales, Παρίσι, 1964, τ. 1, σ. 285.
20. Οtto Dietrich, Mit Hitler in die Macht, παρατίθεται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 317. Ο Οtto Dietrich ήταν υπεύθυνος τύπου του Χίτλερ.
21. Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 317.
22. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 295.
23. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 298.
24. Παρατίθενται στο Gilbert Badia, όπ.π., τ. 1, σ. 318.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου