Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Η Γερμανική Επανάσταση – Η σοσιαλδημοκρατία πνίγει στο αίμα το προλεταριάτο


redflecteur
Στις 5 Ιανουαρίου 1919 ξέσπασε στη Γερμανία η προλεταριακή Επανάσταση. Το ξέσπασμά της Επανάστασης στην Γερμανία ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς αντικειμενικών συνθηκών που συνέθεταν το πλαίσιο επαναστατικής κρίσης. Οι λαϊκές μάζες δεν ήθελαν άλλο την διακυβέρνηση του παλιού καθεστώτος και το παλιό καθεστώς δεν μπορούσε να κυβερνήσει όπως παλιά. Η εποχή αμέσως μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήταν τραγική για την εργατική τάξη της ηττημένης Γερμανίας. Δύο εκατομμύρια είχαν σκοτωθεί στις μάχες και άλλα πεντέμισι εκατομμύρια είχαν τραυματιστεί ή αιχμαλωτιστεί. Τεράστιες ήταν οι καταστροφές στην βιομηχανία και στην αγροτική παραγωγή που είχε και σαν συνέπεια την έλλειψη τροφίμων. Η πείνα και η άθλιες συνθήκες ζωής έφερναν αρρώστιες. Από την άλλη πλευρά οι γαιοκτήμονες οι βιομήχανοι οι έμποροι και οι τραπεζίτες είχαν συσσωρεύσει τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.



Ήταν τρεις Νοεμβρίου 1918 όταν ξεκίνησε εξέγερση των ναυτών και των εργατών στο Κίελο της Γερμανίας. Η γερμανική ανωτάτη διοίκηση είχε διατάξει να βγει ο γερμανικός στόλος που στάθμευε στο Κίελο στην ανοικτή θάλασσα για να ναυμαχήσει με τον βρετανικό στόλο. Η διαταγή ήταν τυχοδιωκτική και θα σήμαινε όχι μόνο την καταστροφή του στόλου της Γερμανίας που είχε ήδη ηττηθεί αλλά και τον χαμό χιλιάδων ναυτών. Τότε οι ναύτες αρνήθηκαν να εκτελέσουν την παράλογη διαταγή κατέλαβαν όσα πλοία βρίσκονταν στον ναύσταθμο, υψώνοντας κόκκινες σημαίες και επέβαλλαν την επιστροφή όσων βρίσκονταν σε επιχειρήσεις. Στη συνέχεια μια αντιπροσωπεία των πληρωμάτων πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η απάντηση της διοίκησης ήταν το ξεκίνημα διώξεων σε βάρος των ναυτών. Το γεγονός πυροδότησε μια μεγάλη διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο. Η απάντηση ήταν το μαζικό πυρ από αξιωματικούς με αποτέλεσμα τον θάνατο 8 ναυτών και τον βαρύ τραυματισμό ακόμα 29. Τότε οι διαδηλώσεις γενικεύτηκαν αγκαλιάζοντας και τους εργάτες της πόλης και έτσι το απόγευμα της ίδιας μέρας στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να καταστείλουν την εξέγερση. Όμως οι στρατιώτες όχι μόνο αρνήθηκαν να κτυπήσουν τους συναδέλφους τους αλλά συνενώθηκαν και μαζί τους. Την επόμενη μέρα στον απόηχο της δολοφονικής επίθεσης των πραιτοριανών του Κάιζερ, σχηματίστηκαν στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την προηγούμενη μέρα είχαν υψωθεί κόκκινες σημαίες από τους ναύτες που αρνούνταν να εκτελέσουν τις διαταγές του επιτελείου, να αποπλέυσουν και να ναυμαχήσουν με τον βρετανικό στόλο. Με την ταχύτητα που εξαπλώνεται η φωτιά η εξέγερση διαδόθηκε, στο Μπρούνσμπιτελ, στο Κουξχάφεν, στο Αμβούργο, στη Βρέμη, στο Ροστόκ, στο Μπρούνσβικ, στο Σβέριν, στη Δρέσδη, στη Λιψία και σε πολλές άλλες πόλεις. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίστηκαν οι εστεμμένοι άρχοντες και παντού δημιουργούνταν σοβιέτ.



Στις 9 Νοεμβρίου 1918 το Βερολίνο πλημμύρισε από μια τεράστια διαδήλωση Καθοδηγητές τα μέλη της επαναστατικής ομάδας Σπάρτακος και επαναστατικά στοιχεία του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Γερμανίας Το ανθρώπινο ποτάμι κινήθηκε πρός τους στρατώνες. Στρατιωτικά τμήματα στασίασαν και προσχωρούσαν στη διαδήλωση. Καταλαμβάνονταν κυβερνητικά κτίρια και τους σταθμούς της χωροφυλακής και λίγο αργότερα το παλάτι εξαναγκάζοντας τον Γουλιέλμο Χοεντσόλερν, τον Κάιζερ σε παραίτηση. Στο Βερολίνο ανακηρύχθηκε αστική δημοκρατία και ο εκτελών χρέη καγκελάριου πρίγκηπας Μάξ Φον Μπάντεν μεταβίβασε της αρμοδιότητές του στον σοσιαλδημοκράτη Σάιντεμαν. Η σοσιαλδημοκρατία επιφορτίστηκε με το ακόλουθο καθήκον όπως ξεκάθαρα διατυπώνει ο ίδιος ο Φόν Μπάντεν «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα». Την ίδια μέρα ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ηγέτης της ομάδας Σπάρτακος κήρυξε τη Γερμανία σε ελεύθερη σοσιαλιστική δημοκρατία και κάλεσε την εργατική τάξη να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για την δημιουργία κυβέρνησης εργατών και στρατιωτών.



Η ανοικτή καταστολή μπήκε εκ των πραγμάτων στην ημερήσια διάταξη των σχεδίων της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Προϋπόθεση για την επιτυχία των αντεπαναστατικών σχεδίων η διάλυση των σοβιέτ αρχικά δια των όπλων. Στη Γερμανία οι σύμμαχοι της Αντάντ είχαν φροντίσει να μην εξαρθρώσουν τελείως τη στρατιωτική μηχανή των ηττημένων, διαβλέποντας τις ραγδαίες επαναστατικές εξελίξεις και τον κατασταλτικό ρόλο που θα έπαιζε ο στρατός. Οι μονάδες της Ράιχσβερ επέστρεφαν από τα μέτωπα συντεταγμένες, οπλισμένες και διαποτισμένες με τον μύθο της πισώπλατης μαχαιριάς που έδωσε η εξέγερση του Νοέμβρη με αποτέλεσμα τη γερμανική ήττα. Το ανώτατο επιτελείο συμπράττει με την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Στο Βερολίνο αρχίζουν να οργανώνονται τα «φράικορπς», σώματα εθελοντών, στις τάξεις των οποίων συνωστίζονται επαγγελματίες στρατιωτικοί, εθνικιστές και κυρίως αποβράσματα της κοινωνίας που αναζητώντας μισθό και στέγη ήταν πρόθυμα ακόμα και για το χειρότερο έγκλημα .



Στις 6 Δεκεμβρίου μια τέτοια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ’ αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό τους. Οι εργάτες, απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», όρμησαν στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Αφού με τα όπλα φάνηκε μάλλον αδύνατο να συντριβούν τα σοβιέτ η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση αποφάσισε να τα αποσυνθέσει από τα μέσα και να τα χρησιμοποιήσει για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την ουσία των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.



Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ’ αυτό πήραν μέρος 288 σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν εντολή να πάρουν μέρος στο συνέδριο. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά δεν έγινε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Άλλωστε , η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με τους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο δε και κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο τρόπος δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν’ αλλάξει την κατάσταση. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες.



Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους σοσιαλδημοκράτες τους ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης, με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να δυσφημιστεί η ιδέα των Σοβιέτ. Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των δεξιών σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί Εθνική Συντακτική Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση. Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση. Στο Κεντρικό Σοβιέτ πήραν μέρος μόνο σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας.Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων έβαζε ολοένα και με πιο μεγάλη οξύτητα μπροστά στους ηγέτες της «Ένωσης του Σπάρτακου» το πρόβλημα δημιουργίας ενός Ανεξάρτητου Κόμματος. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν τα επαναστατικά γεγονότα και την τροπή που πήραν σαν φράξια στους ανεξάρτητους. Μάλλον άργησαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την αναγκαιότητα.



Στις 14 του Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε» δημοσίευσε την προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ένωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα: Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων. Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ένωσης Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα.



Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη, άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας, δίνει δύναμη και ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!». Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο ενέκρινε την προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα μέλη του συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του προλεταριάτου και γι’ αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Επίσης το συνέδριο απαγόρευσε στα μέλη του κόμματος να δουλεύουν στις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αντίθετα από τις επίμονες υποδείξεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ αποφασίστηκε να μποϊκοτάρει το κόμμα τις εκλογές για Εθνοσυνέλευση, αν και το ζήτημα της Εθνοσυνέλευσης δεν είχε ακόμη ξεσκεπαστεί στα μάτια των πλατιών μαζών και έτσι οι μάζες δε θα καταλάβαιναν γιατί οι κομμουνιστές αρνούνται να πάρουν μέρος στις εκλογές. Το συνέδριο εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο συνέδριο του κόμματος.



Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε κόμμα με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Οταν η “Ενωση Σπάρτακου” ονόμασε τον εαυτό της “Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας”, τότε η ίδρυση μιας πραγματικά προλεταριακής, μιας πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ’ Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν είχε ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ’ Διεθνής τώρα πια υπάρχει». Τότε η αστική τάξη με πολιτική της έκφραση τους σοσιαλδημοκράτες αποφάσισε να χτυπήσει με σφοδρότητα την επανάσταση που ξέσπασε στις 5 Ιανουαρίου 1919 .Την προηγούμενη μέρα η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Έμπερτ – Σάιντεμαν απέλυσε τον διευθυντή της αστυνομίας του Βερολίνου Αιγχορν, που ήταν αγαπητός στους εργάτες, για να τον αντικαταστήσει με τον δεξιό σοσιαλδημοκράτη Έρνστ. Αυτή η πρόκληση στην πραγματικότητα είχε στόχο να ωθήσει το Γερμανικό προλεταριάτο και το νεοϊδρυθέν κομμουνιστικό κόμμα σε πρόωρη εξέγερση που θα πνιγόταν στο αίμα με σχετική ευκολία. Το ίδιο βράδυ πραγματοποιήθηκε κοινή συνεδρίαση των επαναστατικών δυνάμεων στην οποία αποφασίστηκε να μην επιτραπεί η αντικατάσταση του Άιγχορν, να πραγματοποιηθεί διαδήλωση την επόμενη μέρα, 5 Ιανουαρίου και αν χρειαζόταν να ξεκινούσε αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης. Μάλιστα εκλέχτηκε επαναστατική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν οι ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος Κάρλ Λήμπνεχτ και Βήλχεμ Πήκ. Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να πάρει μέρος στην διαδήλωση ωστόσο έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό.



Στις 5 Ιανουαρίου 1919 έγινε στο Βερολίνο μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική επιτροπή που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν ενάντια στις ένοπλες αντεπαναστατικές δυνάμεις, να απαιτήσουν τον εξοπλισμό τους και να επανέλθει στην θέση του ο αστυνομικός διευθυντής που απολύθηκε. Ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα που γι’ αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι: Η επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της. Την άλλη μέρα, στις 6 Ιανουαρίου ξέσπασε γενική απεργία και ξεκίνησαν καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων και εφημερίδων. Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν.



Οι ηγέτες των ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Ύστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.



Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» – η λευκή φρουρά του Νόσκε – εισέβαλαν στις εργατικές συνοικίες.

Στις 15 Γενάρη 1919 ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν. Οι δολοφόνοι τους δεν δικάστηκαν αφού η αντεπαναστατική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να αναμειχθεί σε θέματα που αφορούσαν την στρατιωτική δικαιοσύνη και έτσι οι δολοφόνοι δικάστηκαν από στρατοδικείο που συγκροτήθηκε στο τάγμα που υπηρετούσαν. Όχι μόνο αθωώθηκαν αλλά εισέπραξαν και την αμοιβή των εκατό χιλιάδων μάρκων τις επικήρυξης των δύο κομμουνιστών ηγετών.



«Δεν βρίσκω λόγια να χαρακτηρίσω όλη την αποκρουστικότητα και την ποταπότητα αυτού του φριχτού εγκλήματος που διέπραξαν οι δήθεν σοσιαλιστές» γράφει ο Λένιν. «Το αίμα των καλύτερων ανθρώπων της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, των αξέχαστων ηγετών της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης θα ατσαλώσει καινούργιες μάζες εργατών για αγώνα ζωής και θανάτου. Και αυτός ο αγώνας θα οδηγήσει στη νίκη». Και λίγο καιρό αργότερα επισήμανε πώς αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα ανθρώπους που η κρατική εξουσία είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή της βγαίνει το συμπέρασμα πώς η δημοκρατία στην οποία μπόρεσε να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου